χειροκρότημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειροκρότημα τα χειροκροτήματα
      γενική του χειροκροτήματος των χειροκροτημάτων
    αιτιατική το χειροκρότημα τα χειροκροτήματα
     κλητική χειροκρότημα χειροκροτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειροκρότημα < χειροκροτώ (μαρτυρείται από το 1835)

Ουσιαστικό

χειροκρότημα ουδέτερο

  1. το χτύπημα των παλαμών των χεριών μεταξύ τους και ο θόρυβος που προκαλείται με σκοπό να εκφραστεί αποδοχή, επιδοκιμασία ή ενθουσιασμός για κάποιον ή κάτι
    θερμό χειροκρότημα
  2. (συνεκδοχικά) η εκδήλωση αποδοχής, επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.