κροταλίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κροταλίας οι κροταλίες
      γενική του κροταλία των κροταλιών
    αιτιατική τον κροταλία τους κροταλίες
     κλητική κροταλία κροταλίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δυο κροταλίες

Ετυμολογία

κροταλίας < (άμεσο δάνειο) λατινική crotalum < αρχαία ελληνική κρόταλον

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾo.taˈli.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κροταλίας

Ουσιαστικό

κροταλίας αρσενικό

  1. (φίδι) είδος δηλητηριώδους φιδιού με κρόταλο στην άκρη της ουράς, από το γένος Crotalus
  2. ο πονηρός άνθρωπος
    Πρόσεχέ τον! Είναι κροταλίας!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.