εκπυρσοκροτώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκπυρσοκροτώ | εκπυρσοκροτούσα | θα εκπυρσοκροτώ | να εκπυρσοκροτώ | εκπυρσοκροτώντας | |
| β' ενικ. | εκπυρσοκροτείς | εκπυρσοκροτούσες | θα εκπυρσοκροτείς | να εκπυρσοκροτείς | (εκπυρσοκρότει) | |
| γ' ενικ. | εκπυρσοκροτεί | εκπυρσοκροτούσε | θα εκπυρσοκροτεί | να εκπυρσοκροτεί | ||
| α' πληθ. | εκπυρσοκροτούμε | εκπυρσοκροτούσαμε | θα εκπυρσοκροτούμε | να εκπυρσοκροτούμε | ||
| β' πληθ. | εκπυρσοκροτείτε | εκπυρσοκροτούσατε | θα εκπυρσοκροτείτε | να εκπυρσοκροτείτε | εκπυρσοκροτείτε | |
| γ' πληθ. | εκπυρσοκροτούν(ε) | εκπυρσοκροτούσαν(ε) | θα εκπυρσοκροτούν(ε) | να εκπυρσοκροτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκπυρσοκρότησα | θα εκπυρσοκροτήσω | να εκπυρσοκροτήσω | εκπυρσοκροτήσει | ||
| β' ενικ. | εκπυρσοκρότησες | θα εκπυρσοκροτήσεις | να εκπυρσοκροτήσεις | εκπυρσοκρότησε | ||
| γ' ενικ. | εκπυρσοκρότησε | θα εκπυρσοκροτήσει | να εκπυρσοκροτήσει | |||
| α' πληθ. | εκπυρσοκροτήσαμε | θα εκπυρσοκροτήσουμε | να εκπυρσοκροτήσουμε | |||
| β' πληθ. | εκπυρσοκροτήσατε | θα εκπυρσοκροτήσετε | να εκπυρσοκροτήσετε | εκπυρσοκροτήστε | ||
| γ' πληθ. | εκπυρσοκρότησαν εκπυρσοκροτήσαν(ε) |
θα εκπυρσοκροτήσουν(ε) | να εκπυρσοκροτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκπυρσοκροτήσει | είχα εκπυρσοκροτήσει | θα έχω εκπυρσοκροτήσει | να έχω εκπυρσοκροτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκπυρσοκροτήσει | είχες εκπυρσοκροτήσει | θα έχεις εκπυρσοκροτήσει | να έχεις εκπυρσοκροτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκπυρσοκροτήσει | είχε εκπυρσοκροτήσει | θα έχει εκπυρσοκροτήσει | να έχει εκπυρσοκροτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκπυρσοκροτήσει | είχαμε εκπυρσοκροτήσει | θα έχουμε εκπυρσοκροτήσει | να έχουμε εκπυρσοκροτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκπυρσοκροτήσει | είχατε εκπυρσοκροτήσει | θα έχετε εκπυρσοκροτήσει | να έχετε εκπυρσοκροτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκπυρσοκροτήσει | είχαν εκπυρσοκροτήσει | θα έχουν εκπυρσοκροτήσει | να έχουν εκπυρσοκροτήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.