εκπυρσοκρότηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκπυρσοκρότηση | οι | εκπυρσοκροτήσεις |
| γενική | της | εκπυρσοκρότησης* | των | εκπυρσοκροτήσεων |
| αιτιατική | την | εκπυρσοκρότηση | τις | εκπυρσοκροτήσεις |
| κλητική | εκπυρσοκρότηση | εκπυρσοκροτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκπυρσοκροτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκπυρσοκρότηση < εκπυρσοκροτώ + -ση
Ουσιαστικό
εκπυρσοκρότηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκπυρσοκροτώ, η πυροδότηση του φυσιγγίου πυροβόλου όπλου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.