συγκροτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγκροτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκροτέω / συγκροτῶ < συν- + κροτέω < κρότος

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.gɾoˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγκροτώ

Ρήμα

συγκροτώ, πρτ.: συγκροτούσα, αόρ.: συγκρότησα, παθ.φωνή: συγκροτούμαι, π.αόρ.: συγκροτήθηκα, μτχ.π.π.: συγκροτημένος

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.