κρόταφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρόταφος | οι | κρόταφοι |
| γενική | του | κροτάφου & κρόταφου |
των | κροτάφων |
| αιτιατική | τον | κρόταφο | τους | κροτάφους & κρόταφους |
| κλητική | κρόταφε | κρόταφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ανθρώπινος κρόταφος
Ετυμολογία
- κρόταφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρόταφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkɾo.ta.fos/
Ουσιαστικό
κρόταφος αρσενικό
Συνώνυμα
- (λαϊκότροπο) ριζάφτι
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κρόταφος | οἱ | κρόταφοι |
| γενική | τοῦ | κροτάφου | τῶν | κροτάφων |
| δοτική | τῷ | κροτάφῳ | τοῖς | κροτάφοις |
| αιτιατική | τὸν | κρόταφον | τοὺς | κροτάφους |
| κλητική ὦ! | κρόταφε | κρόταφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κροτάφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κροτάφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κρόταφος, -ου αρσενικό
- (ανατομία) πλευρά μετώπου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 609 (608-610)
- ἀμφὶ δὲ πήληξ | σμερδαλέον κροτάφοισι τινάσσετο μαρναμένοιο | Ἕκτορος·
- και, όπως πολεμούσε, | τρομακτικό στους μήλιγγες το κράνος εσειόνταν·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀμφὶ δὲ πήληξ | σμερδαλέον κροτάφοισι τινάσσετο μαρναμένοιο | Ἕκτορος·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 397 (395-397)
- ὁ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ Δημολέοντα, | ἐσθλὸν ἀλεξητῆρα μάχης, Ἀντήνορος υἱόν, | νύξε κατὰ κρόταφον, κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου.
- και ο Αχιλλεύς κτυπά τον πολεμάρχον | ανδρείον Δημολέοντα, του Αντήνορος βλαστάρι | στον μήλιγγα, ανάμεσα στο χάλκινό του κράνος.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὁ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ Δημολέοντα, | ἐσθλὸν ἀλεξητῆρα μάχης, Ἀντήνορος υἱόν, | νύξε κατὰ κρόταφον, κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 609 (608-610)
- (για βουνό) πλαγιά
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 721 (717-721)
- ἥξεις δ᾽ ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον, | ὃν μὴ περάσῃς, οὐ γὰρ εὔβατος περᾶν, | πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλῃς, ὀρῶν | ὕψιστον, ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος | κροτάφων ἀπ᾽ αὐτῶν.
- Κι ύστερα στον Υβρίστην – όνομα και πράμα – | θα φτάσεις ποταμό, που εύκολα δεν περνιέται, | παρ᾽ όταν έρθεις στους Καυκάσου αυτό το μέρος, | του πιο ψηλού βουνού, που ο ποταμός ξεχύνει | κατώκορφα την άφρη του·
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ἥξεις δ᾽ ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον, | ὃν μὴ περάσῃς, οὐ γὰρ εὔβατος περᾶν, | πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλῃς, ὀρῶν | ὕψιστον, ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος | κροτάφων ἀπ᾽ αὐτῶν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 721 (717-721)
- το πίσω μέρος του βιβλίου
- στενή πλευρά στήλης
- (γενικότερα) πλάγια όψη προσώπου, το προφίλ
- κόρταφος
- κότραφος
Συγγενικά
- δολιχοκρόταφος
- ἐγκρόταφος
- κοιλοκρόταφος
- κροτάφιος
- κροταφίς
- κροταφιστής
- κροταφίτης
- κροταφίζω
- πολιοκρόταφος
- πυρικρόταφος
- → και δείτε τη λέξη κρότος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κρόταφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- κρόταφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.