σύντομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σύντομος | η | σύντομη | το | σύντομο |
| γενική | του | σύντομου | της | σύντομης | του | σύντομου |
| αιτιατική | τον | σύντομο | τη | σύντομη | το | σύντομο |
| κλητική | σύντομε | σύντομη | σύντομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σύντομοι | οι | σύντομες | τα | σύντομα |
| γενική | των | σύντομων | των | σύντομων | των | σύντομων |
| αιτιατική | τους | σύντομους | τις | σύντομες | τα | σύντομα |
| κλητική | σύντομοι | σύντομες | σύντομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σύντομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύντομος
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.do.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐ντο‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : σύν‐το‐μος
Επίθετο
σύντομος, -η, -ο, συγκριτικός : συντομότερος, υπερθετικός : συντομότατος
- που έχει μικρή διάρκεια
- (για διάστημα, απόσταση) που έχει μικρό μήκος
- (για κείμενο ή προφορικό λόγο) που έχει μικρή έκταση, που διατυπώνεται με σχετικά λίγες λέξεις
- ≈ συνώνυμα: συνοπτικός → δείτε και τη λέξη λακωνικός
- ≠ αντώνυμα: μακροσκελής, εκτενής, χρονοβόρος, μακρόσυρτος, σχοινοτενής
Συγγενικά
- σύντομα
- συντόμευση
- συντομεύω
- συντομία, εν συντομία, χάριν συντομίας
- συντομογραφία
- συντομογραφικός
- συντομογραφώ
- συντόμως
Μεταφράσεις
Πηγές
- σύντομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σύντομος | τὸ | σύντομον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | συντόμου | τοῦ | συντόμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | συντόμῳ | τῷ | συντόμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σύντομον | τὸ | σύντομον | ||
| κλητική ὦ! | σύντομε | σύντομον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σύντομοι | τὰ | σύντομᾰ | ||
| γενική | τῶν | συντόμων | τῶν | συντόμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | συντόμοις | τοῖς | συντόμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | συντόμους | τὰ | σύντομᾰ | ||
| κλητική ὦ! | σύντομοι | σύντομᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντόμω | τὼ | συντόμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συντόμοιν | τοῖν | συντόμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σύντομος < σύν- + τομ-, μεταπτωτική βαθμίδα όπως στο τέμνω + -ος
Επίθετο
σύντομος, -ος, -ον, συγκριτικός : συντομώτερος, υπερθετικός : συντομώτατος
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη τέμνω
Πηγές
- σύντομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύντομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.