δίκροτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίκροτο τα δίκροτα
      γενική του δίκροτου
& δικρότου
των δίκροτων
& δικρότων
    αιτιατική το δίκροτο τα δίκροτα
     κλητική δίκροτο δίκροτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δίκροτο πλοίο από τον Εμπενέζερ Κολς

Ετυμολογία

δίκροτο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίκροτον (πλοίο με δυο σειρές κουπιών, διήρης), < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική δίκροτος[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δί- + κρότος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.kɾo.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίκροτο

Ουσιαστικό

δίκροτο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, ιστορία) ιστιοφόρο του πολεμικού ναυτικού πριν από τον 19ο αιώνα με δύο σειρές πυροβόλων
      Την άλλη μέρα φάνηκε ο υπόλοιπος τουρκικός στόλος , που τον αποτελούσαν τρεις φρεγάτες, ένα δίκροτο, μιά κορβέτα και δυό δικάταρτα (Γ. Α. Μαραβελέας, Η Επανάσταση του 1821 σε σαράντα μονογραφίες, 1983, σελ. 132)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δις, δύο και κρότος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.