τρίκροτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρίκροτο | τα | τρίκροτα |
| γενική | του | τρίκροτου & τρικρότου |
των | τρίκροτων & τρικρότων |
| αιτιατική | το | τρίκροτο | τα | τρίκροτα |
| κλητική | τρίκροτο | τρίκροτα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_-_A_Three-Decker_at_Spithead_-_BHC1190_-_Royal_Museums_Greenwich.jpg.webp)
Τρίκροτο πλοίο από τον Τσαρλς Ενρί Σήφορθ
Ετυμολογία
- τρίκροτο < (καθαρεύουσα) τρίκροτον εννοείται «πλοίο» κατά το δίκροτον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίκροτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρίκροτος (εννοείται ναῦς, πλοίο με τρεις σειρές κουπιών (τριήρης). Μορφολογικά αναλύεται σε τρί- + κρότο(ς)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.kɾo.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐κρο‐το
Ουσιαστικό
τρίκροτο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιστορία) πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο πριν από τον 19ο αιώνα με τρεις σειρές πυροβόλων
- ※ ὁ παπά Νικολής έκαυσε το τρίκροτον εις την Ερεσσώ (Ναυμαχίαι Γενικαί των Ελλήνων, κείμενο στον τρίτο πίνακα του Ιωάννη Μακρυγιάννη)
Μεταφράσεις
τρίκροτο
|
|
Πηγές
- «τρίκροτος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.