τρίκροτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρίκροτο τα τρίκροτα
      γενική του τρίκροτου
& τρικρότου
των τρίκροτων
& τρικρότων
    αιτιατική το τρίκροτο τα τρίκροτα
     κλητική τρίκροτο τρίκροτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τρίκροτο πλοίο από τον Τσαρλς Ενρί Σήφορθ

Ετυμολογία

τρίκροτο < (καθαρεύουσα) τρίκροτον εννοείται «πλοίο» κατά το δίκροτον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίκροτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρίκροτος (εννοείται ναῦς, πλοίο με τρεις σειρές κουπιών (τριήρης). Μορφολογικά αναλύεται σε τρί- + κρότο(ς)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾi.kɾo.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρίκροτο

Ουσιαστικό

τρίκροτο ουδέτερο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις τρία και κρότος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.