χειροκροτητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χειροκροτητής οι χειροκροτητές
      γενική του χειροκροτητή των χειροκροτητών
    αιτιατική τον χειροκροτητή τους χειροκροτητές
     κλητική χειροκροτητή χειροκροτητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειροκροτητής < χειροκροτώ
Η λέξη μαρτυρείται από το 1888

Ουσιαστικό

χειροκροτητής αρσενικό

  • αυτός που χειροκροτεί κάποιον υποκριτικά και κραυγαλέα, ώστε να φαίνεται δημόσια ή σε τρίτους ότι εγκρίνει τις απόψεις του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.