πάταγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πάταγος | οι | πάταγοι |
| γενική | του | πάταγου | των | πάταγων |
| αιτιατική | τον | πάταγο | τους | πάταγους |
| κλητική | πάταγε | πάταγοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
πάταγος < αρχαία ελληνική πάταγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.ta.ɣos/
Ουσιαστικό
πάταγος αρσενικό
- δυνατός κρότος κυρίως από σύγκρουση ή σπάσιμο στερεών σωμάτων
- (μεταφορικά) θετική ή αρνητική μεγάλη εντύπωση και αίσθηση που προκαλείται από κάποιο γεγονός
- (γενικότερα) θόρυβος[1]
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.