επικρότηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικρότηση οι επικροτήσεις
      γενική της επικρότησης* των επικροτήσεων
    αιτιατική την επικρότηση τις επικροτήσεις
     κλητική επικρότηση επικροτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικροτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικρότηση < ελληνιστική κοινή ἐπικρότησις < αρχαία ελληνική ἐπικροτέω < ἐπί + κροτέω

Ουσιαστικό

επικρότηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.