μπαμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαμ, (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα
μπαμ
- μίμηση ήχου κρούσης ή έκρηξης
- ※ Αλέξανδρος Κατακουζηνός (1864-1892), Ὁ λαγός [παιδικό ποίημα]
Νύκτα ὁ λαγὸς ἐβγῆκε, / Λαχανόκηπον εὐρῆκε, / Μπαίνει μέσα καὶ ἀρχίζει, / Τὴν κοιλιά του νὰ γεμίζῃ.
Δυστυχία του! παρέκει / Κυνηγὸς μὲ τὸ τουφέκι / Τὸν πτωχὸν παραμονεύει, / πλησιάζει καὶ σκοπεύει.
Μπάμ! ἠκούσθη στὸν ἀέρα· / Πλὴν τὰ βόλια πῆγαν πέρα, / Καὶ τὸ ζῷο τὸ καϋμένο, / Ἐτινάχθη τρομαγμένο.
Φεύγει ὁ λαγὸς ἀκόμα / Μὲ τὸ λάχανο στὸ στόμα, / Κ’ ἐδιδάχθη νὰ προσέχῃ, / Ποῦ ἐμβαίνει καὶ ποῦ τρέχει!
- ※ Αλέξανδρος Κατακουζηνός (1864-1892), Ὁ λαγός [παιδικό ποίημα]
Εκφράσεις
- κάνω μπαμ
- μπαμ μπουμ
- μπαμ τερλελέ
- μπαμ τιραλαλό
Ουσιαστικό
μπαμ ουδέτερο άκλιτο
- ο παραπάνω ήχος
- ↪ ακούστηκε ένα μπαμ πολύ δυνατό
- ↪ έπαιξε εκείνο το ρόλο κι έκανε το μεγάλο μπαμ στην καριέρα της
Εκφράσεις
- μπαμ μπουμ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.