βρόντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βρόντος | οι | βρόντοι |
| γενική | του | βρόντου | των | βρόντων |
| αιτιατική | τον | βρόντο | τους | βρόντους |
| κλητική | βρόντε | βρόντοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρόντος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βρόντος αρσενικό
- ο ήχος της βροντής
- (γενικότερα) κάθε πολύ δυνατός ήχος, κυρίως όταν συνοδεύεται και από δόνηση
- Γι’ αυτή το πέρασμα του καιρού το μετρά ο βρόντος του αργαλειού της κάτω στο ανήλιαγο και απάτωτο κατώγι. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
βρόντος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.