βρόντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρόντος οι βρόντοι
      γενική του βρόντου των βρόντων
    αιτιατική τον βρόντο τους βρόντους
     κλητική βρόντε βρόντοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρόντος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βρόντος αρσενικό

  1. ο ήχος της βροντής
  2. (γενικότερα) κάθε πολύ δυνατός ήχος, κυρίως όταν συνοδεύεται και από δόνηση
    Γι’ αυτή το πέρα­σμα του καιρού το μετρά ο βρόντος του αργαλειού της κάτω στο ανήλιαγο και απάτωτο κατώγι. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.