επικροτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικροτώ < αρχαία ελληνική ἐπικροτέω, αρχαία ελληνική ἐπικροτῶ < ἐπί + κροτῶ < κρότος
Ρήμα
επικροτώ
- συμφωνώ με μια ενέργεια και δηλώνω την υποστήριξή μου
- ↪ Επικροτώ το γεγονός ότι οι μουσικοί θα λάβουν το 20% των κερδών
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.