καταλύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταλύω, στη θρησκευτική σημασία: < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καταλύω < αρχαία ελληνική καταλύω < κατα- + λύω
- για τη χημεία: < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική catalyser[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐λύ‐ω
Ρήμα
καταλύω, αόρ.: κατέλυσα, παθ.φωνή: καταλύομαι, π.αόρ.: καταλύθηκα, μτχ.π.π.: καταλυμένος
- διαλύω, καταστρέφω, παραλύω, καταργώ
- (θρησκεία) σταματάω τη νηστεία τρώγοντας τροφές αρτυμένες
- (θρησκεία) κοινωνώ την υπόλοιπη Θεία Κοινωνία που έχει απομείνει στο δισκοπότηρο (για ιερέα)
- (μόνο στην ενεργητική φωνή)
Συγγενικά
- ακατάλυτα
- ακατάλυτος
- αυτοκαταλύομαι
- αυτοκατάλυση
- κατάλυμα
- κατάλυση
- καταλυτής
- καταλύτης
- καταλυτικά
- καταλυτικός
- καταλυτικώς
- φωτοκατάλυση
- → δείτε τις λέξεις κατά και λύω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
διαλύω, καταστρέφω, παραλύω, καταργώ
σταματώ τη νηστεία
κοινωνώ την υπόλοιπη Θεία Κοινωνία
|
|
Αναφορές
- καταλύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Χωρίς παθητική φωνή.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
καταλύω
- καταρρίπτω, καταστρέφω
- (για πολιτικά συστήματα), διαλύω, καταργώ, καταστέλλω, ανατρέπω
- διαλύω, καταργώ πολιτικό ή στρατιωτικό σώμα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 72.1
- ταῦτα δὲ ποιήσας δεύτερα τὴν βουλὴν καταλύειν ἐπειρᾶτο, τριηκοσίοισι δὲ τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς ἐνεχείριζε.
- Δεύτερη ενέργειά του ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την πράξη του: να καταργήσει τη βουλή και να δώσει όλα τ᾽ αξιώματα στα χέρια τριακοσίων οπαδών του Ισαγόρα.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- παραμελώ τη φύλαξη, αμελώ τη φρούρηση
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 2
- φυλακὴν καταλύειν νυκτερινὴν διδάσκομαι.
- Μαθαίνω πώς χαλά η φρουρά της νύχτας.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- φυλακὴν καταλύειν νυκτερινὴν διδάσκομαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 2
- τελειώνω, φέρνω εις πέρας
- κατεβάζω κάτι που κρέμεται από τον τοίχο
- λύνω από τον ζυγό, ξεζεύω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 28
- ἀλλ᾽ εἴπ᾽, ἤ σφωϊν καταλύσομεν ὠκέας ἵππους,
- Και τώρα πες μου, να τους ξεπεζέψουμε τα γρήγορα άλογα,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ εἴπ᾽, ἤ σφωϊν καταλύσομεν ὠκέας ἵππους,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 28
- μένω, διαμένω
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, Κλέπτης καὶ πανδοχεύς, 301.1
- κλέπτης κατέλυσεν ἔν τινι πανδοχείῳ.
- Μια φορά ένας κλέφτης κατέλυσε σε κάποιο πανδοχείο.
- Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr Απόσπασμα από το μύθο: Ο κλέφτης και ο πανδοχέας.
- κλέπτης κατέλυσεν ἔν τινι πανδοχείῳ.
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, Κλέπτης καὶ πανδοχεύς, 301.1
- (στη μέση φωνή καταλύομαι) πεθαίνω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 146
- φεῦ φεῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν
- Αλίμονο! Αλίμονο! Ας γινόταν να βρω τη γαλήνη στον θάνατο
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 146
- (για πόλεμο) παύω, σταματώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 47.3
- καταλύειν δὲ μὴ ἐξεῖναι τὸν πόλεμον πρὸς ταύτην τὴν πόλιν μηδεμιᾷ τῶν πόλεων, ἢν μὴ ἁπάσαις δοκῇ.
- Κανένας από τους συμμάχους δεν θα κάνει ειρήνη με τον εχθρό αυτόν, χωρίς την συμφωνία των άλλων συμμάχων.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καταλύειν δὲ μὴ ἐξεῖναι τὸν πόλεμον πρὸς ταύτην τὴν πόλιν μηδεμιᾷ τῶν πόλεων, ἢν μὴ ἁπάσαις δοκῇ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 47.3
- (για ειρήνη) παραβιάζω, καταπατώ
- (στη μέση φωνή) συνάπτω ειρήνη
- (στην παθητική φωνή) καταβιβάζομαι
Συγγενικά
- ἀκατάλυτος
- δυσκατάλυτος
- ἐπικαταλύω
- εὐκατάλυτος
- κατάλυμα
- καταλύσιμος
- κατάλυσις
- καταλυτέος
- καταλύτης
- καταλυτικός
- προκαταλύω
- προσκαταλύω
- συγκαταλύω
- τειχοκαταλύτης
→ και δείτε τη λέξη λύω
Κλίση
καταλύω - ενεργητικοί τύποι
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- καταλύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταλύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.