αυτοκατάλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκατάλυση οι αυτοκαταλύσεις
      γενική της αυτοκατάλυσης* των αυτοκαταλύσεων
    αιτιατική την αυτοκατάλυση τις αυτοκαταλύσεις
     κλητική αυτοκατάλυση αυτοκαταλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοκαταλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοκατάλυση < αυτοκαταλύομαι + -ση

Ουσιαστικό

αυτοκατάλυση[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. αυτοκατάλυση -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.