λύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λύω. Συγκρίνετε με το λύνω.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λύω

Ρήμα

λύω, πρτ.: έλυα, αόρ.: έλυσα, παθ.φωνή: λύομαι, μτχ.π.ε.: λυόμενος, π.αόρ.: λύθηκα, μτχ.π.π.: λελυμένος

Εκφράσεις

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  λύω   λύομαι 
Παρατατικός  ἔλυον   ἐλυόμην 
Μέλλοντας  λύσω   λύσομαι & λυθήσομαι 
Αόριστος  ἔλυσα   ἐλυσάμην & ἐλύθην 
Παρακείμενος  λέλυκα   λέλυμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐλελύκειν   ἐλελύμην 
Συντελ.Μέλλ.  λελυκώς ἔσομαι   λελύσομαι 
θέμα λῡ-, με εξαίρεση λελῠκ-, λελῠμ-, λῠθ-

Ετυμολογία

λύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewH- ή ....  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

λύω

  1. λύνω, ανοίγω
    λύω ζωστῆρα
    λυσαμένα πλοκαμῖδας: αφού έλυσε τα μαλλιά της
    κλῄθρων λυθέντων: όταν άνοιξαν οι πύλες
    λύω γράμματα: ανοίγω ένα γράμμα
    λύω στόμα: ανοίγω το στόμα
    λύω βλεφάρων ἕδραν: ανοίγω τα βλέφαρα, ξυπνώ (αλλά και το αντίστροφο, δείτε παρακάτω)
  2. λύνω, απελευθερώνω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 345
    λίσσετο δ’ αἰεὶ // Ἥφαιστον κλυτοεργόν, ὅπως λύσειεν Ἄρηα
  3. χαλαρώνω, στερώ τη δύναμη (όπως στο νεοελληνικό «μου λύθηκαν τα γόνατα»)
    ὅς τοι γούνατ’ ἔλυσα (Ιλιάδα Χ335)
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1300
    λύει κελαινὰ βλέφαρα: τα μάτια της έκλεισαν
  4. καταστρέφω, διαλύω, ακυρώνω
    λύω φόβον, λύω νόμον, λύω τάς σπονδάς
  5. λύνω ένα πρόβλημα
  6. εξιλεώνω, ανταποδίδω
  7. απαλλάσσω

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

  • Μεσοπαθητικοί τύποι λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.