καταστέλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταστέλλω < αρχαία ελληνική καταστέλλω < κατα- + στέλλω

Ρήμα

καταστέλλω , πρτ.: κατέστελλα, στ.μέλλ.: θα καταστείλω, αόρ.: κατέστειλα, παθ.φωνή: καταστέλλομαι, π.πρτ.: καταστελλόμουν, π.αόρ.: καταστάλθηκα/κατεστάλην, μτχ.π.π.: κατεσταλμένος

  1. μειώνω, περιορίζω, συγκρατώ
  2. εμποδίζω, καταπνίγω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.