προσωρινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσωρινός η προσωρινή το προσωρινό
      γενική του προσωρινού της προσωρινής του προσωρινού
    αιτιατική τον προσωρινό την προσωρινή το προσωρινό
     κλητική προσωρινέ προσωρινή προσωρινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσωρινοί οι προσωρινές τα προσωρινά
      γενική των προσωρινών των προσωρινών των προσωρινών
    αιτιατική τους προσωρινούς τις προσωρινές τα προσωρινά
     κλητική προσωρινοί προσωρινές προσωρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσωρινός < επίρρημα προσώρ(ας) + -ινός

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.so.ɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσωρινός

Επίθετο

προσωρινός, -ή, -ό

  1. για κάτι που θα διαρκέσει λίγο
    προσωρινή απόλυση, προσωρινή ρύθμιση
  2. για κάτι που θα αντικατασταθεί
    Είναι μια προσωρινή λύση, μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε.
    είναι προσωρινός διαχειριστής

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.