αμελώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμελώ < αρχαία ελληνική ἀμελέω, -ῶ < ἀμελής < ἀ- (στερητικό) + μέλω


Ρήμα

αμελώ

  • δεν δείχνω τη δέουσα προσοχή και δεν τακτοποιώ τις υποθέσεις μου

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.