κατάλυσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάλυσῐς αἱ καταλύσεις
      γενική τῆς καταλύσεως τῶν καταλύσεων
      δοτική τῇ καταλύσει ταῖς καταλύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάλυσῐν τὰς καταλύσεις
     κλητική ! κατάλυσῐ καταλύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταλύσει
γεν-δοτ τοῖν  καταλυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάλυσις < καταλύ(ω) + -σις < κατά + αρχαία ελληνική λύω

Ουσιαστικό

κατάλυσις, -εως θηλυκό

  1. ανατροπή, διάλυση
  2. κατάργηση
  3. τέλος
    1. τέλος πολέμου
    2. τέρμα
  4. συνώνυμο του κατάλυμα: μέρος ανάπαυσης, κατοικία

Εκφράσεις

  • εἰς κατάλυσιν

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις καταλύω, λύσις και λύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.