κοινωνώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοινωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινωνῶ (κλίση κοινωνέω, αρχαία σημασία: «παίρνω μέρος») < κοινωνών (σύντροφος), κοινωνός < κοινός
Πίνακας που απεικονίζει ιερέα την ώρα που κοινωνεί.

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.noˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινωνώ

Ρήμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

{((|width=45%}}

σύνθετα ρήματα

 και δείτε τις λέξεις κοινωνία, κοινωνός και κοινός

Κλίση

Κλίση κοινωνώ, -είς -εί, παθητική φωνή: κοινωνούμαι

Κλίση κοινωνάω/κοινωνώ, -άς, άει

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.