συνάπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνάπτω < αρχαία ελληνική συνάπτω < σύν + ἅπτω

Ρήμα

συνάπτω

(λόγιο)
  1. συνενώνω, συνδέω
     συνώνυμα: ενώνω, συναρμόζω, επισυνάπτω
     αντώνυμα: αποσυνδέω, χωρίζω
  2. συμφωνώ, αποδέχομαι, επικυρώνω (με αιτιατική ουσιαστικού ως αντικείμενο παίρνει τη σημασία του σχετικού ρήματος που προκύπτει από το ουσιαστικό ή είναι ομόρριζό του)
    συνάπτω συνθήκη: συνθηκολογώ
    συνάπτω μάχη: μάχομαι
    συνάπτω γάμο: παντρεύομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.