παραβιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραβιάζω < αρχαία ελληνική παραβιάζω

Ρήμα

παραβιάζω

  1. ενεργώ αντίθετα με νόμο, συνθήκη, συμφωνία
     συνώνυμα: αθετώ, παραβαίνω, καταστρατηγώ
  2. χρησιμοποιώ βία ή διαρρηκτικά εργαλεία για να μπω κάπου
    οι διαρρήκτες μπήκαν από την κεντρική είσοδο αφού την παραβίασαν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.