σταματάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σταματάω < σταματ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταματῶ < στάμα (κάθισμα) < ἵσταμαι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sta.maˈta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταματά\ω

Ρήμα

σταματάω/σταματώ, αόρ.: σταμάτησα, παθ.φωνή: σταματιέμαι, μτχ.π.π.: σταματημένος

  1. (μεταβατικό) διακόπτω μια ενέργεια ενός άλλου ανθρώπου ή πράγματος
    σταμάτα τον πριν κάνει κάτι που θα το μετανιώσει
  2. (μεταβατικό) διακόπτω μια δική μου ενέργεια
    σταμάτα τις ανοησίες
  3. (αμετάβατο) παύω να κινούμαι
    το αυτοκίνητο δε σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι

  • σταματαίνω

Συγγενικά

Κλίση

  • Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.