νηστεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νηστεία | οι | νηστείες |
| γενική | της | νηστείας | των | νηστειών |
| αιτιατική | τη | νηστεία | τις | νηστείες |
| κλητική | νηστεία | νηστείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νηστεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νηστεία (ελληνιστική σημασία) < νηστεύω < νη- + ἐσθίω
Προφορά
- ΔΦΑ : /niˈsti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νη‐στεί‐α
Ουσιαστικό
νηστεία θηλυκό
- νήστεια
- νηστειά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νηστεύω
Μεταφράσεις
νηστεία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | νηστείᾱ | αἱ | νηστεῖαι |
| γενική | τῆς | νηστείᾱς | τῶν | νηστειῶν |
| δοτική | τῇ | νηστείᾳ | ταῖς | νηστείαις |
| αιτιατική | τὴν | νηστείᾱν | τὰς | νηστείᾱς |
| κλητική ὦ! | νηστείᾱ | νηστεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νηστείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νηστείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- νηστεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νηστεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.