ειρήνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ειρήνη
      γενική της ειρήνης
    αιτιατική την ειρήνη
     κλητική ειρήνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ειρήνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εἰρήνη

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ειρήνη

Ουσιαστικό

ειρήνη θηλυκό στον ενικό

  1. περίοδος απουσίας ενόπλων συρράξεων
     αντώνυμα: πόλεμος
  2. (συνεκδοχικά) τερματισμός μιας βίαιης σύγκρουσης
  3. (μεταφορικά) μη βίαιος τρόπος ζωής

Συγγενικά


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.