καρότο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρότο τα καρότα
      γενική του καρότου των καρότων
    αιτιατική το καρότο τα καρότα
     κλητική καρότο καρότα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρότα.

Ετυμολογία

καρότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική carota < λατινική carota < ελληνιστική κοινή καρωτόν (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική κάρα

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈɾo.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρότο

Ουσιαστικό

καρότο ουδέτερο

  1. (λαχανικό) εδώδιμη ρίζα με χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμα
  2. (τεχνολογία) κυλινδρικό τμήμα εδάφους, ασφάλτου ή παγετώνα που λαμβάνεται, με ειδικό μηχάνημα, σαν δείγμα, για να εξεταστεί η σύστασή του
  3. (μεταφορικά) κάτι που δίνουμε, για να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον του άλλου, ώστε να ασχοληθεί με ένα θέμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.