άρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρωμα τα αρώματα
      γενική του αρώματος των αρωμάτων
    αιτιατική το άρωμα τα αρώματα
     κλητική άρωμα αρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄρωμα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρωμα

Ουσιαστικό

άρωμα ουδέτερο

  1. η ευχάριστη μυρωδιά
     συνώνυμα: μοσχοβολιά, ευωδία
    όταν οι γυναίκες έψηναν ψωμί στους φούρνους των σπιτιών τους, όλη η γειτονιά γέμιζε αρώματα
  2. παρασκεύασμα με ευχάριστη μυρωδιά, που χρησιμοποιείται από άνδρες και γυναίκες ως καλλυντικό
    η γνωστή ηθοποιός δήλωνε ότι κοιμόταν φορώντας μόνο το άρωμά της

Εκφράσεις

  • (είμαι όλο) φρου φρου κι αρώματα: έκφραση που υπονοεί ότι το πρόσωπο αναφοράς είναι ματαιόδοξο και παρουσιάζει επιφανειακή ομορφιά

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.