καροτοπουρές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καροτοπουρές οι καροτοπουρέδες
      γενική του καροτοπουρέ των καροτοπουρέδων
    αιτιατική τον καροτοπουρέ τους καροτοπουρέδες
     κλητική καροτοπουρέ καροτοπουρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καροτοπουρές

Ετυμολογία

καροτοπουρές < καρότ(ο) + -ο- + πουρές

Ουσιαστικό

καροτοπουρές αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.