εδώδιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εδώδιμος η εδώδιμη το εδώδιμο
      γενική του εδώδιμου της εδώδιμης του εδώδιμου
    αιτιατική τον εδώδιμο την εδώδιμη το εδώδιμο
     κλητική εδώδιμε εδώδιμη εδώδιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εδώδιμοι οι εδώδιμες τα εδώδιμα
      γενική των εδώδιμων των εδώδιμων των εδώδιμων
    αιτιατική τους εδώδιμους τις εδώδιμες τα εδώδιμα
     κλητική εδώδιμοι εδώδιμες εδώδιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εδώδιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐδώδιμος < ἐδωδή < ἔδω

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈðo.ði.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εδώδιμος

Επίθετο

εδώδιμος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.