σταφυλῖνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| στᾰφῠλῑνο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | σταφυλῖνος | οἱ | σταφυλῖνοι | |
| γενική | τοῦ | σταφυλίνου | τῶν | σταφυλίνων | |
| δοτική | τῷ | σταφυλίνῳ | τοῖς | σταφυλίνοις | |
| αιτιατική | τὸν | σταφυλῖνον | τοὺς | σταφυλίνους | |
| κλητική ὦ! | σταφυλῖνε | σταφυλῖνοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταφυλίνω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σταφυλίνοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σταφυλῖνος < σταφυλ(ή) + -ῖνος
Ουσιαστικό
σταφυλῖνος, -ου αρσενικό
- (λαχανικό)
- σταφυλῖνος κηπευτός το καρότο (Daucus Carota)
- σταφυλῖνος ἄγριος (φυτό, λαχανικό) το δαυκί (άγριο καρότο) (Daucus guttatus)
- η άμπελος, το αμπέλι
- ≈ συνώνυμα: βρυωνία
- έντομο, παρόμοιο σε μέγεθος με τη σφονδύλη
Πηγές
- σταφυλῖνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.