κάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάρα | οι | κάρες |
| γενική | της | κάρας | των | καρών |
| αιτιατική | την | κάρα | τις | κάρες |
| κλητική | κάρα | κάρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κάρα (θηλυκό) < αρχαία ελληνική κάρα (ουδέτερο) ή κάρη (θηλυκό) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐ρα
Αναφορές
- κάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Ετυμολογία
- κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱérh₂sō (*ḱr̥h₂-(e)s-n-) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- (κεφάλι). Συγγενή: λατινική cerebrum (εγκέφαλος, κρανίο), σανσκριτική शिरस् (śiras), περσική سر (sær, κεφάλι), γερμανική Hirn (εγκέφαλος)
Ουσιαστικό
κάρα (ελληνιστική κοινή: θηλυκό· αρχαία ελληνική: ουδέτερο)
- κεφάλι
- άνω άκρο
- κορυφή
- χείλος ποτηριού
- (συνεκδοχικά) πρόσωπο, άνθρωπος
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Σοφοκλής, Αντιγόνη, στίχος 1
- ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα
- πολυαγαπημένη μου αδερφή Ισμήνη
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἱππόλυτος, 198
- αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
- Το κορμί μου κρατάτε! Κι απάνου το κεφάλι μου ορθώστε
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης @greek‑language.gr
- αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
- επικός, ιωνικός τύπος : κάρη
Πηγές
- κάρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.