κάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάρα οι κάρες
      γενική της κάρας των καρών
    αιτιατική την κάρα τις κάρες
     κλητική κάρα κάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κάρα (θηλυκό) < αρχαία ελληνική κάρα (ουδέτερο) ή κάρη (θηλυκό) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάρα

Ουσιαστικό

κάρα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Ετυμολογία

κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱérh₂sō (*ḱr̥h₂-(e)s-n-) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- (κεφάλι). Συγγενή: λατινική cerebrum (εγκέφαλος, κρανίο), σανσκριτική शिरस् (śiras), περσική سر (sær, κεφάλι), γερμανική Hirn (εγκέφαλος)

Ουσιαστικό

κάρα (ελληνιστική κοινή: θηλυκό· αρχαία ελληνική: ουδέτερο)

  1. κεφάλι
  2. άνω άκρο
  3. κορυφή
  4. χείλος ποτηριού
  5. (συνεκδοχικά) πρόσωπο, άνθρωπος
      5ος αιώνας πκε Σοφοκλής, Αντιγόνη, στίχος 1
    ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα
    πολυαγαπημένη μου αδερφή Ισμήνη
      5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Ἱππόλυτος, 198
    αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
    Το κορμί μου κρατάτε! Κι απάνου το κεφάλι μου ορθώστε
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης @greeklanguage.gr

  • επικός, ιωνικός τύπος: κάρη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.