καλάθι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλάθι | τα | καλάθια |
| γενική | του | καλαθιού | των | καλαθιών |
| αιτιατική | το | καλάθι | τα | καλάθια |
| κλητική | καλάθι | καλάθια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα καλάθι γεμάτο μήλα.

Καλάθι απορριμμάτων.

Καλάθι για τα ψώνια.
.jpg.webp)
Μοτοσικλέτα με καλάθι.

Καλάθι ή μπασκέτα.
Ετυμολογία
- καλάθι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλάθι / καλάθιον < ελληνιστική κοινή καλάθιον, υποκοριστικό για < αρχαία ελληνική κάλαθος. Δείτε και τη λατινική clathratus.
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈla.θi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λά‐θι
Ουσιαστικό
καλάθι ουδέτερο
- σκεύος από πλεγμένο καλάμι για προσωρινή αποθήκευση και μεταφορά αντικειμένων, όπως φρούτων και λαχανικών
- σκεύος μεταλλικό ή πλαστικό για την απόρριψη των απορριμμάτων
- το πλαϊνό τμήμα τρίκυκλης μοτοσυκλέτας
- (αθλητισμός) κυκλικό στεφάνι από το οποίο κρέμεται δίχτυ και από το οποίο πρέπει να περάσει μέσα η μπάλα για να μετρηθεί ένας πόντος σε αγώνα καλαθοσφαίρισης
- (συνεκδοχικά) η επιτυχής προσπάθεια που καταλήγει στο πέρασμα της μπάλας μέσα από το κυκλικό στεφάνι σε αγώνα καλαθοσφαίρισης
Πολυλεκτικοί όροι
- καλάθι των αχρήστων
Εκφράσεις
- καλάθι της νοικοκυράς
- χάνω τ' αβγά και τα καλάθια
Παροιμίες
- στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει
- όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι
Σύνθετα
- αυτοκαλάθι
|
με καλαθο-
|
με -κάλαθο
|
Μεταφράσεις
καλάθι
|
Πηγές
- καλάθι και λέξεις με καλαθ- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καλάθι, και λέξεις με καλαθ- - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- καλαθ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καλάθι < καλάθιον < ελληνιστική κοινή καλάθιον, υποκοριστικό για < αρχαία ελληνική κάλαθος.
- καλάθιον (λογιότερο)
Συγγενικά
- καλαθίσκη
- → δείτε τη λέξη κάλαθος
Πηγές
- καλάθι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.