καλαθοπλέκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καλαθοπλέκτης | οι | καλαθοπλέκτες |
| γενική | του | καλαθοπλέκτη | των | καλαθοπλεκτών |
| αιτιατική | τον | καλαθοπλέκτη | τους | καλαθοπλέκτες |
| κλητική | καλαθοπλέκτη | καλαθοπλέκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καλαθοπλέκτης αρσενικό (θηλυκό καλαθοπλέκτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που (επαγγελματικά) πλέκει καλάθια
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη καλαθοποιός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
