κάλαθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κάλαθος | οι | κάλαθοι |
| γενική | του | κάλαθου & καλάθου |
των | κάλαθων & καλάθων |
| αιτιατική | τον | κάλαθο | τους | κάλαθους & καλάθους |
| κλητική | κάλαθε | κάλαθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάλαθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλαθος (αρσενικό)
- για την αρχιτεκτονική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική corbeille[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.la.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐λα‐θος
Ουσιαστικό
κάλαθος αρσενικό
- (λόγιο) το καλάθι, στον όρο κάλαθος αχρήστων
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) το μέρος του κορινθιακού κιονόκρανου που περιβάλλεται από σειρές φύλλων
Συγγενικά
- συγγενικά και σύνθετα με καλαθο- → δείτε τη λέξη καλάθι
Αναφορές
- κάλαθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Επιπλέον πηγές
- κάλαθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κάλαθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλαθος
Πηγές
- κάλαθος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κᾰλᾰθο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | κάλαθος | οἱ | κάλαθοι | |
| γενική | τοῦ | καλάθου | τῶν | καλάθων | |
| δοτική | τῷ | καλάθῳ | τοῖς | καλάθοις | |
| αιτιατική | τὸν | κάλαθον | τοὺς | καλάθους | |
| κλητική ὦ! | κάλαθε | κάλαθοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλάθω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | καλάθοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κάλαθος < με την κατάληξη -θος (δείτε και ψίαθος, γύργαθος). O de Saussure[1] το συνδέει με το ρήμα κλώθω, αλλά ο Beekes[2] διαφωνεί και θεωρεί την προέλευση προελληνική.
Παράγωγα
- καλαθίσκιον (υποκοριστικό)
- καλαθίσκος (υποκοριστικό)
- καλάθωσις
- καλάθιον (ελληνιστική κοινή)
Σύνθετα
- καλαθηφόρος, Καλαθηφόροι
- καλαθοειδής
- καλαθοπλόκος
- καλαθοποιός
Αναφορές
- Saussure, Ferdinand (1879) Mémoire sur le système primitif des voyelles dans les langues indo-européennes. (γαλλικά) Λειψία. σελ.279.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Λήμμα κάλαθος. Επίσης, στο λήμμα κλώθω αποκλείει με έμφαση κάθε σύνδεσή του με το κάλαθος.
Πηγές
- κάλαθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάλαθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.