κάλαθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάλαθος οι κάλαθοι
      γενική του κάλαθου
& καλάθου
των κάλαθων
& καλάθων
    αιτιατική τον κάλαθο τους κάλαθους
& καλάθους
     κλητική κάλαθε κάλαθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάλαθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλαθος (αρσενικό)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.la.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάλαθος

Ουσιαστικό

κάλαθος αρσενικό

  1. (λόγιο) το καλάθι, στον όρο κάλαθος αχρήστων
  2. (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) το μέρος του κορινθιακού κιονόκρανου που περιβάλλεται από σειρές φύλλων

Συγγενικά

  • συγγενικά και σύνθετα με καλαθο-  δείτε τη λέξη καλάθι

Μεταφράσεις

Αναφορές

Επιπλέον πηγές

  • κάλαθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κάλαθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλαθος

Ουσιαστικό

κάλαθος αρσενικό

  • (λόγιο) λογιότερη μορφή του καλάθι

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰλᾰθο-
ονομαστική κάλαθος οἱ κάλαθοι
      γενική τοῦ καλάθου τῶν καλάθων
      δοτική τῷ καλάθ τοῖς καλάθοις
    αιτιατική τὸν κάλαθον τοὺς καλάθους
     κλητική ! κάλαθε κάλαθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλάθω
γεν-δοτ τοῖν  καλάθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάλαθος < με την κατάληξη -θος (δείτε και ψίαθος, γύργαθος). O de Saussure[1] το συνδέει με το ρήμα κλώθω, αλλά ο Beekes[2] διαφωνεί και θεωρεί την προέλευση προελληνική.

Ουσιαστικό

κάλαθος [ κᾰλᾰθ ] αρσενικό

  1. αγγειόσχημο καλάθι
  2. ψύκτης, ψυκτικό δοχείο

Παράγωγα

Σύνθετα

Αναφορές

  1. Saussure, Ferdinand (1879) Mémoire sur le système primitif des voyelles dans les langues indo-européennes. (γαλλικά) Λειψία. σελ.279.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
    Λήμμα κάλαθος. Επίσης, στο λήμμα κλώθω αποκλείει με έμφαση κάθε σύνδεσή του με το κάλαθος.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.