μοτοσυκλέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοτοσυκλέτα οι μοτοσυκλέτες
      γενική της μοτοσυκλέτας των μοτοσυκλετών
    αιτιατική τη μοτοσυκλέτα τις μοτοσυκλέτες
     κλητική μοτοσυκλέτα μοτοσυκλέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοτοσυκλέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική motocyclett(e) + κατάληξη θηλυκού , με επίθημα -έτα. Δείτε και cycle (κύκλος).[1]

Ουσιαστικό

μοτοσυκλέτα θηλυκό

 δείτε τη λέξη μοτοσικλέτα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.