καλαθιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλαθιά οι καλαθιές
      γενική της καλαθιάς των καλαθιών
    αιτιατική την καλαθιά τις καλαθιές
     κλητική καλαθιά καλαθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλαθιά < καλάθι + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.laˈθça/

Ουσιαστικό

καλαθιά θηλυκό

  1. (οικείο) όσο χωράει ένα καλάθι
  2. (αθλητισμός) (παρωχημένο) το επιτυχημένο πέρασμα της μπάλας στο καλάθι στο άθλημα του μπάσκετ
     συνώνυμα: καλάθι

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.