καλαθιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλαθιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καλαθιάζω | καλάθιαζα | θα καλαθιάζω | να καλαθιάζω | καλαθιάζοντας | |
| β' ενικ. | καλαθιάζεις | καλάθιαζες | θα καλαθιάζεις | να καλαθιάζεις | καλάθιαζε | |
| γ' ενικ. | καλαθιάζει | καλάθιαζε | θα καλαθιάζει | να καλαθιάζει | ||
| α' πληθ. | καλαθιάζουμε | καλαθιάζαμε | θα καλαθιάζουμε | να καλαθιάζουμε | ||
| β' πληθ. | καλαθιάζετε | καλαθιάζατε | θα καλαθιάζετε | να καλαθιάζετε | καλαθιάζετε | |
| γ' πληθ. | καλαθιάζουν(ε) | καλάθιαζαν καλαθιάζαν(ε) |
θα καλαθιάζουν(ε) | να καλαθιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καλάθιασα | θα καλαθιάσω | να καλαθιάσω | καλαθιάσει | ||
| β' ενικ. | καλάθιασες | θα καλαθιάσεις | να καλαθιάσεις | καλάθιασε | ||
| γ' ενικ. | καλάθιασε | θα καλαθιάσει | να καλαθιάσει | |||
| α' πληθ. | καλαθιάσαμε | θα καλαθιάσουμε | να καλαθιάσουμε | |||
| β' πληθ. | καλαθιάσατε | θα καλαθιάσετε | να καλαθιάσετε | καλαθιάστε | ||
| γ' πληθ. | καλάθιασαν καλαθιάσαν(ε) |
θα καλαθιάσουν(ε) | να καλαθιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καλαθιάσει | είχα καλαθιάσει | θα έχω καλαθιάσει | να έχω καλαθιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καλαθιάσει | είχες καλαθιάσει | θα έχεις καλαθιάσει | να έχεις καλαθιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καλαθιάσει | είχε καλαθιάσει | θα έχει καλαθιάσει | να έχει καλαθιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καλαθιάσει | είχαμε καλαθιάσει | θα έχουμε καλαθιάσει | να έχουμε καλαθιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καλαθιάσει | είχατε καλαθιάσει | θα έχετε καλαθιάσει | να έχετε καλαθιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καλαθιάσει | είχαν καλαθιάσει | θα έχουν καλαθιάσει | να έχουν καλαθιάσει |
| |
Μεταφράσεις
καλαθιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.