κάνιστρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάνιστρο τα κάνιστρα
      γενική του κάνιστρου
& κανίστρου
των κάνιστρων
& κανίστρων
    αιτιατική το κάνιστρο τα κάνιστρα
     κλητική κάνιστρο κάνιστρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κάνιστρο για αποθήκευση υγρών καυσίμων

Ετυμολογία

κάνιστρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάνιστρον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.ni.stɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάνιστρο

Ουσιαστικό

κάνιστρο ουδέτερο

  1. αβαθής και ευρύς κάλαθος πλεκτός από λυγαριά ή καλάμι κοινώς πανέρι
  2. δοχείο που αποθηκεύει υγρά
     συνώνυμα: μπιτόνι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.