κάνιστρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάνιστρο | τα | κάνιστρα |
| γενική | του | κάνιστρου & κανίστρου |
των | κάνιστρων & κανίστρων |
| αιτιατική | το | κάνιστρο | τα | κάνιστρα |
| κλητική | κάνιστρο | κάνιστρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κάνιστρο για αποθήκευση υγρών καυσίμων
Ετυμολογία
- κάνιστρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάνιστρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.ni.stɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐νι‐στρο
Ουσιαστικό
κάνιστρο ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δοχείο που αποθηκεύει υγρά
|
→ δείτε τη λέξη μπιτόνι |
Πηγές
- κάνιστρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.