απόρριμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόρριμμα | τα | απορρίμματα |
| γενική | του | απορρίμματος | των | απορριμμάτων |
| αιτιατική | το | απόρριμμα | τα | απορρίμματα |
| κλητική | απόρριμμα | απορρίμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόρριμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόρριμμα[1] < ἀπορρίπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.ɾi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πόρ‐ριμ‐μα
Σύνθετα
- απορριμματοδοχείο
- απορριμματοσυλλέκτης
- απορριμματοφόρο
Μεταφράσεις
απόρριμμα
|
→ δείτε τη λέξη σκουπίδι |
Αναφορές
- απόρριμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.