καλαθοσφαιρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλαθοσφαιρικός | η | καλαθοσφαιρική | το | καλαθοσφαιρικό |
| γενική | του | καλαθοσφαιρικού | της | καλαθοσφαιρικής | του | καλαθοσφαιρικού |
| αιτιατική | τον | καλαθοσφαιρικό | την | καλαθοσφαιρική | το | καλαθοσφαιρικό |
| κλητική | καλαθοσφαιρικέ | καλαθοσφαιρική | καλαθοσφαιρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλαθοσφαιρικοί | οι | καλαθοσφαιρικές | τα | καλαθοσφαιρικά |
| γενική | των | καλαθοσφαιρικών | των | καλαθοσφαιρικών | των | καλαθοσφαιρικών |
| αιτιατική | τους | καλαθοσφαιρικούς | τις | καλαθοσφαιρικές | τα | καλαθοσφαιρικά |
| κλητική | καλαθοσφαιρικοί | καλαθοσφαιρικές | καλαθοσφαιρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Η γυναικεία εθνική καλαθοσφαιρική ομάδα της Ελλάδας (2011)
Ετυμολογία
- καλαθοσφαιρικός < καλαθοσφαίρ(ιση) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.la.θo.sfe.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐θο‐σφαι‐ρι‐κός
Ουσιαστικό
καλαθοσφαιρικός θηλυκό
- (αθλητισμός, επίσημο) που σχετίζεται με το μπάσκετ (καλαθοσφαίριση)
- ≈ συνώνυμα: μπασκετικός (ανεπίσημο)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καλαθοσφαιρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.