καλαθοσφαίριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλαθοσφαίριση | οι | καλαθοσφαιρίσεις |
| γενική | της | καλαθοσφαίρισης | των | καλαθοσφαιρίσεων |
| αιτιατική | την | καλαθοσφαίριση | τις | καλαθοσφαιρίσεις |
| κλητική | καλαθοσφαίριση | καλαθοσφαιρίσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_2019.jpg.webp)
στην αρχή ενός αγώνα καλαθοσφαίρισης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.la.θoˈsfe.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐θο‐σφαί‐ρι‐ση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καλαθοσφαίριση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.