καλαθοπλεχτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλαθοπλεχτική οι καλαθοπλεχτικές
      γενική της καλαθοπλεχτικής των καλαθοπλεχτικών
    αιτιατική την καλαθοπλεχτική τις καλαθοπλεχτικές
     κλητική καλαθοπλεχτική καλαθοπλεχτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλαθοπλεχτική < κάλαθος + -ο- + πλεχτική

Ουσιαστικό

καλαθοπλεχτική θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.