κοφίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοφίνι τα κοφίνια
      γενική του κοφινιού των κοφινιών
    αιτιατική το κοφίνι τα κοφίνια
     κλητική κοφίνι κοφίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα κοφίνι.

Ετυμολογία

κοφίνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοφίνι(ν) < ελληνιστική κοινή κοφίνιον, υποκοριστικό τού αρχαία ελληνική κόφινος

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈfi.ni/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοφίνι

Ουσιαστικό

κοφίνι ουδέτερο

Συνώνυμα

Παροιμίες

  • στο καλάθι δε χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

κοφίνι ουδέτερο

  • άλλη μορφή του κοφίνιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.