κοφίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοφίνι | τα | κοφίνια |
| γενική | του | κοφινιού | των | κοφινιών |
| αιτιατική | το | κοφίνι | τα | κοφίνια |
| κλητική | κοφίνι | κοφίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα κοφίνι.
Ετυμολογία
- κοφίνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοφίνι(ν) < ελληνιστική κοινή κοφίνιον, υποκοριστικό τού αρχαία ελληνική κόφινος
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈfi.ni/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐φί‐νι
Ουσιαστικό
κοφίνι ουδέτερο
- το μεγάλο καλάθι
- ※ Πήρε λοιπόν κοφίνια και με μερικούς στρατιώτες, γύρισε τους λόγγους και τους κάμπους, και μάζεψε από τις δεντροκουφάλες και τους βράχους όσες μελισσοφωλιές βρήκε, κι έφερε κι έστησε τα κοφίνια του στην είσοδο του δάσους. (Πηνελόπη Δέλτα, Παραμύθι χωρίς όνομα, Κεφάλαιο ΙΖ: Δουλειά, 1910)
Παροιμίες
- στο καλάθι δε χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει
Συγγενικά
- ακοφίνιαστος / ακοφίνιαγος
- κοφίνα
- κοφινάδα
- κοφινάδικο
- κοφινάκι
- κοφινάς
- κοφινιά
- κοφινιάζω
- κοφίνιασμα
- κοφινίδα
- κοφινοποιός
- κόφινος
- κοφινού
- μελισσοκοφινιάζω
- μελισσοκόφινο
- μπουγαδοκόφινο
- ξεκοφινιάζω
- πετροκόφινο
- τρυγοκόφινο
- ψαροκόφινο
- Λέξεις με κοφιν- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
κοφίνι ουδέτερο
- άλλη μορφή του κοφίνιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.