μπασκέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπασκέτα | οι | μπασκέτες |
| γενική | της | μπασκέτας | των | μπασκετών |
| αιτιατική | την | μπασκέτα | τις | μπασκέτες |
| κλητική | μπασκέτα | μπασκέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
μπασκέτα
Ουσιαστικό
μπασκέτα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπάσκετ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.