μπασκέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπασκέτα οι μπασκέτες
      γενική της μπασκέτας των μπασκετών
    αιτιατική την μπασκέτα τις μπασκέτες
     κλητική μπασκέτα μπασκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μπασκέτα

Ετυμολογία

μπασκέτα < μπάσκετ + -έτα

Ουσιαστικό

μπασκέτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.