πανέρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανέρι τα πανέρια
      γενική του πανεριού των πανεριών
    αιτιατική το πανέρι τα πανέρια
     κλητική πανέρι πανέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα που κρατάει ένα πανέρι με δύο λαβές

Ετυμολογία

πανέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πανέρι < ελληνιστική κοινή πανάριον < λατινική panarium < panis < *pāstnis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂-

Ουσιαστικό

πανέρι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.