κανίσκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κανίσκι | τα | κανίσκια |
| γενική | του | κανισκιού | των | κανισκιών |
| αιτιατική | το | κανίσκι | τα | κανίσκια |
| κλητική | κανίσκι | κανίσκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανίσκι < μεσαιωνική ελληνική κανίσκιν < αρχαία ελληνική κανίσκιον
Ουσιαστικό
κανίσκι ουδέτερο
- μικρό καλάθι / πανέρι με δώρα, που στελνόταν σε γάμους και βαφτίσια
- κατ'επέκταση οποιοδήποτε δώρο αλλά ιδιαίτερα το γαμήλιο, παραδοσιακό δώρο
- ※ Στην άκρη του γιαλού ξανθή κάθεται κόρη
- κι ωριόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντίλι,
- μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι.
- (Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894), Το κέντημα του μαντηλιού)
- ※ Δὲν πρόφτασε νὰ γίνῃ δέκα χρονῶν κι’ ἄρχισαν τὰ προξενιά. Ἀπὸ τὸ Μωριᾶ, ἀπὸ τὴ Ρούμελη, τὴν Ἔγριπο καὶ τὴν Ἀθήνα οἱ πλουσιώτεροι κι’ ἀντρειότεροι Μπέηδες κι’ Ἀγάδες, ἔστειλαν πλούσια κανίσκια ν’ ἀρρεβωνιάσουν τὴ Γκιουλχανούμ (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Καβομαλιάς, Λόγια τῆς πλώρης, 1924)
- ※ Στην άκρη του γιαλού ξανθή κάθεται κόρη
- το αρνί που προσφέρεται ως δώρο σε γάμο
Συγγενικά
- κανισκιόπουλο
- κανισκίζω
- κανισκεύω
- κάνιστρο
- κανίστρι
- κανισκεψία
Μεταφράσεις
κανίσκι
|
|
Πηγές
- κανίσκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.