γλυκούτσικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκούτσικος η γλυκούτσικη
& γλυκούτσικια
το γλυκούτσικο
      γενική του γλυκούτσικου της γλυκούτσικης
& γλυκούτσικιας
του γλυκούτσικου
    αιτιατική τον γλυκούτσικο τη γλυκούτσικη
& γλυκούτσικια
το γλυκούτσικο
     κλητική γλυκούτσικε γλυκούτσικη
& γλυκούτσικια
γλυκούτσικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκούτσικοι οι γλυκούτσικες τα γλυκούτσικα
      γενική των γλυκούτσικων των γλυκούτσικων των γλυκούτσικων
    αιτιατική τους γλυκούτσικους τις γλυκούτσικες τα γλυκούτσικα
     κλητική γλυκούτσικοι γλυκούτσικες γλυκούτσικα
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλυκούτσικος < γλυκ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣliˈku.t͡si.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυκούτσικος

Επίθετο

γλυκούτσικος, -η/-ια, -ο

  1. που έχει μια απαλή γλυκύτητα
  2. (οικείο) ομορφούλης, χαριτωμένος
    Κοίτα τι γλυκούτσικο μωρό που έχουν οι γείτονες!

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.